top of page

28 Mαϊου 2017

David Riesman: O σύγχρονος άνθρωπος ως «ραντάρ»

 

Γράφει ο Βασίλης Τομανάς

 

Ο Νταίβιντ Ρήσμαν (David Riesman, 1909-2002) σπούδασε αρχικά Βιοχημεία και Νομικά. Αλλά στράφηκε αργότερα στην κοινωνιολογία, στην οποία διακρίθηκε με την έκδοση του έργου Το μοναχικό πλήθος το 1950, ένα από τα πρώτα έργα που αμφισβήτησε τις αξίες της καταναλωτικής κοινωνίας.

Αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1950, άσκησε κριτική στον μακαρθισμό και υποστήριξε τον παγκόσμιο αφοπλισμό.

Έκανε ψυχανάλυση με τον Έριχ Φρομ και έτσι επηρεάστηκε από τον νεοφροϋδισμό και τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Επέλεξε να μελετήσει τον χαρακτήρα των ανθρώπων μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο και ανέπτυξε μία θεωρία της προσωπικότητας κατά τις διάφορες ιστορικές εποχές.

Συνέγραψε, μαζί με τον Nathan Glazer το έργοFaces In The Crowd: Individual Studies In Character And Politics και αργότερα τα βιβλία Thorstein Veblen: A Critical Interpretation (1960), Individualism Reconsidered And Other Essays (1964), The Academic Revolution (1968) και Abundance For What? (Προς τι η αφθονία; 1993), έργα που πραγματεύονταν την ανώτατη εκπαίδευση και την πνευματική ζωή στην Αμερική. Το έργο του Προς τι η αφθονία; μεταφράστηκε και στα γαλλικά και στα ιταλικά.

Τη δεκαετία του 1960 αρχικά υποστήριξε το φοιτητικό κίνημα, αλλά αργότερα του άσκησε κριτική, επειδή, κατά τη γνώμη του, παρατράβηξε την κριτική του στην υπάρχουσα κοινωνία και κινδύνευε να οδηγήσει σε διάλυση της κοινωνίας..

Στο Μοναχικό πλήθος, που το έγραψε σε συνεργασία με τον Nathan Glazer και τον Reuel Denney, μελετά την αλλαγή του χαρακτήρα του Αμερικανού και κατ’ επέκταση του ανθρώπου του σύγχρονου Δυτικού κόσμου. Εξετάζει τους ανθρώπους που παλαιότερα ήταν στραμμένοι στην παράδοση (παραδοσιοστρεφείς), τους κατοπινούς που εστιάζονταν στον εαυτό τους και στις επιδόσεις τους (ενδοστρεφείς) και τους σύγχρονους ανθρώπους, που είναι στραμμένοι στους άλλους (ετεροστρεφείς).

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη (Πρώτο: Χαρακτήρας, επτά κεφάλαια, Δεύτερο: Πολιτική, τέσσερα κεφάλαια, Τρίτο: Αυτονομία, πέντε κεφάλαια). Κλείνει με το κείμενο «Μετά είκοσι έτη», που γράφηκε το 1969 και αποτιμά την επίδρασή του στην αμερικανική κοινωνιολογική σκέψη.

Η αύξηση του πληθυσμού και η τεχνολογική έκρηξη, κυρίως στην Αναγέννηση και τον 19ο αιώνα, ενέπνευσαν τον «ενδοστρεφή» να επιζητεί τη φήμη, την εξουσία, την αλήθεια και την ομορφιά. Οι μη δυναμικές εποχές, όπως η μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, τονίζουν τους ψυχολογικούς μηχανισμούς της συμμόρφωσης (κομφορμισμού) και τη λαχτάρα για αποδοχή που χαρακτηρίζει την «ετεροστρεφή» προσωπικότητα. Μιλάει στο βιβλίο για την εξάπλωση της αλλοτρίωσης, της νεανικής παραβατικότητας και της απώλειας της θρησκευτικής πίστης.

Η «ενδοστρεφής» συμπεριφορά εσωτερικευόταν σε μικρή ηλικία υπό την επιρροή των γονέων και άλλων μεγαλυτέρων, ενώ η «εξωστρεφής» ήταν μία ευέλικτη απόκριση στην «ομάδα ομοίων» (peergroup) και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Μ.Μ.Ε.). Μεταφορικά, η πρώτη είχε ως σύμβολο το γυροσκόπιο (ειδική συσκευή που διαπιστώνει την περιστροφή της Γης), ενώ η δεύτερη το ραντάρ.

Η ενδοστρέφεια παρείχε ηθική σταθερότητα σε μια γοργά αναπτυσσόμενη κοινωνία. Σε αντίθεση προς τους «παραδοσιοστρεφείς» ανθρώπους, που εξαρτώνταν από τους εξωτερικούς κανόνες σε παλαιότερες, πιο στατικές κοινωνίες, οι «ενδοστρεφείς» άνθρωποι μπορούσαν να φέρουν τους γνώμονές τους παντού. Αλλά η «ετεροστρέφεια» ταίριαζε περισσότερο σε μια γραφειοκρατική εποχή πωλήσεων, υπηρεσιών και «ανθρώπινων σχέσεων».

Παρά τις ηθικολογικές του ακαμψίες, ο ενδοστρεφής τύπος φαινόταν πιο ατομικιστής, άρα πιο ελκυστικός σε πολλούς Αμερικανούς, αν και ο Ρήσμαν τόνισε ότι στην ετεροστρέφεια απεικόνισε όχι μεγαλύτερη συμμόρφωση αλλά μάλλον μια αλλαγή στους «τρόπους συμμόρφωσης», στον τρόπο με τον οποίο ωθούνταν οι άνθρωποι να συμμορφώνονται.

Σημαντικό στην έκθεση των απόψεών του είναι τα όσα λέει για τη νεολαία, τον αθλητισμό και τη δημοφιλή μουσική. Στηρίζει τις απόψεις του με παραδείγματα από τη δημοφιλή μουσική, τα παιδικά αναγνώσματα και τη λογοτεχνία της εποχής.Υποστηρίζει ότι το ιδανικό είναι η κατάκτηση της «αυτονομίας», που συνδυάζει στοιχεία και των δύο σταδίων με μία εσωτερική ελευθερία να επιλέγουμε πότε να συμμορφωνόμαστε και πότε όχι. Η επιζήτηση της αυθεντικότητας, το να είμαστε αληθινοί απέναντι στον εαυτό μας, ήταν θέμα που συναντούμε σε πολλά βιβλία της εποχής εκείνης.

Τη δεκαετία του 1970, κοινωνικοί κριτικοί όπως ο Κρίστοφερ Λας (Christopher Lasch) στο έργο του Η κουλτούρα του ναρκισσισμού (1978), υποστήριξαν ότι η φαινομενική συνεργασία έκρυβε συχνά την εγωκεντρική επιβεβαίωση του εαυτού.

Αλλά παρά τα ψεγάδια του, το Μοναχικό πλήθος έχει μεγάλη αξία για τα όσα λέει για την κοινωνική αλλαγή. Προηγείται από τον Λας και άλλους στο ότι τονίζει το θόλωμα των ορίων ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό, εργασία και παιχνίδι, εκτελεστές και θεατές. Η ζωή έχει γίνει πιο περίπλοκη.

Αλλά εντόπισε πολύ περισσότερες τάσεις. Ήταν το πρώτο βιβλίο που τόνισε την αλλαγή της σύγχρονης κοινωνίας από μια κουλτούρα παραγωγής και σπανιότητας σε μια κουλτούρα κατανάλωσης ως κοινωνικής πράξης: από το να φτιάχνουμε πράγματα στη συσχέτιση με ανθρώπους, από τη «σκληρότητα του υλικού» στο ηπιότερο κλίμα πωλήσεων και υπηρεσιών που εστιάζονται στον καταναλωτή. Στην πολιτική, ο Ρήσμαν μίλησε για τον άνθρωπο που θέλει να είναι ενημερωμένος, «μπασμένος στα κόλπα», δηλαδή αντιμετωπίζει την πολιτική σαν καταναλωτής, που λαχταρά πιο πολύ να ξέρει παρά να ασκεί πολιτική (ανησυχούσε τους συγγραφείς η «απάθεια» των ψηφοφόρων).

Βασικό χαρακτηριστικό του βιβλίου ήταν η ανάδειξη της «ομάδας ομοίων» (συμμαθητών και συνομηλίκων) και των Μ.Μ.Ε. στον εκκοινωνισμό των νέων. Αυτό ίσχυε κυρίως για τους έφηβους της μεσαίας τάξης, αφού οι συμμορίες νέων της εργατικής τάξης και οι αδελφότητες των κολεγίων δεν ήταν κάτι νέο. Αν και έκρινε ότι η κοινωνικότητα που δημιουργούσαν τα Μ.Μ.Ε. ήταν επιφανειακή, διέφερε από άλλους μελετητές (κυρίως τους της Σχολής της Φρανκφούρτης) που τόνιζαν τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε άτομα-αγοραστές στραμμένους στον εαυτό τους.

Συνδέοντας την αλλαγή στην κουλτούρα με την οικονομική αλλαγή, το βιβλίο δεν περιορίζει τα λεγόμενά του στην Αμερική. Οι συγγραφείς του πίστευαν ότι οι τάσεις που περιέγραψαν θα επεκτείνονταν στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό δεν σημαίνει πως είχαν προβλέψει τον σημερινό παγκόσμιο καπιταλισμό. Εν τούτοις, το Μοναχικό πλήθος συλλαμβάνει το ότι για τις παγκόσμιες οικονομικές συναλλαγές έχει αξία ο άνθρωπος που είναι καλός στη δημιουργία σχέσεων και στην επικοινωνία, απορροφά και χρησιμοποιεί νέα δεδομένα, και πείθει τους ομοίους τους οριζόντια και δεν τους διατάζει από ανώτερη ιεραρχική θέση. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός θέλει δεξιότητες που ταιριάζουν λίγο-πολύ στον ετεροστρεφή τύπο.

Ο παγκόσμιος καπιταλισμός ταιριάζει και στα όσα λέει το Μοναχικό πλήθος για την οικονομική και πολιτική εξουσία. Η εξουσία στη σύγχρονη κοινωνία είναι πιο διάχυτη και πλουραλιστική και ανταμείβει τις κοινωνικές δεξιότητες του ετεροστρεφούς.

Τέλος, κάτι άλλο που λέει το Μοναχικό πλήθος ισχύει για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, ιδίως την απειλή που αντιπροσωπεύει για την έλλειψη ριζών των ανθρώπωνκαι την καταστροφή της αίσθησης του τόπου. Οι ετεροστρεφείς, λέει ο Ρήσμαν, είναι «σαν στο σπίτι τους παντού και πουθενά». Δημιουργούν δεσμούς γρήγορα αλλά όχι βαθιά. Γι’ αυτό το μοναχικό πλήθος ήταν μοναχικό, και αυτό είναι άλλος ένας λόγος για την αξία του βιβλίου ακόμη σήμερα.

* Ο Βασίλης Τομανάς γεννήθηκε το 1953 στη Θεσσαλονίκη όπου και ζει.

Σπούδασε Φυσική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Από το 1979 ασχολείται με τη μετάφραση. Το 1993 ίδρυσε τις εκδόσεις Νησίδες, στη νήσο Σκόπελο όπου ζούσε τότε. Το 2004 οι Νησίδες μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Το 1999 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης για τη μετάφραση του μυθιστορήματος του Τόμας Μπέρνχαρντ Διόρθωση (εκδ. Εξάντας).

Διαβάστε το άρθρο στο:

www.eleftheria.gr

Αναζητώντας την ελληνική ταυτότητα: Το πρόβλημα της «ελληνικότητας»
bottom of page