Κοινωνία - Πολιτική / Αρθρα - Συνεντεύξεις / Αχιλλέας Κούμπος, εφημερίδα «Ελευθερία» Λάρισας
11 Δεκεμβρίου 2016
Ο Παναγιώτης Δόικος:
"Ο κυνισμός της κρίσης που βιώνουμε οφείλεται στην απώθηση του ρομαντισμού"
Ο Παναγιώτης Δόικος: "Ο κυνισμός της κρίσης που βιώνουμε οφείλεται στην απώθηση του ρομαντισμού" είναι Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Οι έρευνές του αναπτύσσονται στα πεδία της οντολογίας, της γνωσιολογίας και της αισθητικής. Σήμερα μιλά στην «Ε» με την ιδιότητα του θεωρητικού του κινηματογράφου.
Αγαπητέ κύριε Δόικο, χαίρομαι που αποδεχτήκατε την πρόσκληση αυτής της συνομιλίας για την «Ελευθερία». Από την ανακάλυψη του Κινηματογράφου τον 19ο αιώνα ως σήμερα, η δυναμική και η επιρροή του ανιχνεύεται σε όλα τα ανθρώπινα επίπεδα (αισθητικό, οικονομικό, επιστημονικό, πολιτικό κ.α). Υπάρχει μήπως μια «μυστική γοητεία» που μας σπρώχνει στις αίθουσες να δούμε μια ταινία;
- Ναι . Είναι μια αρχέγονη γοητεία, γι' αυτό και τη νιώθουμε τόσο βαθιά και τόσο έντονα. Το μυστήριό της αφορά στην έλξη που μας προκαλούν τα εσωτερικά γεγονότα τότε που η αόρατη ζωή τους συναντά την κίνηση του βλέμματός μας στην εξωτερική πραγματικότητα. Αυτήν ακριβώς τη συνάντηση εμφανίζει -με τον ιδιαίτερο τρόπο της φαντασίας των δημιουργών της– η κάθε καλή ταινία. Μέσα μας οι κινήσεις ακτινοβολούν τη λαχτάρα ενός αλλού, η οποία διαπερνά τις όψεις της εξωτερικής ζωής, κάνοντάς την απέραντη, δηλαδή απελευθερώνοντας όλες τις δυνατότητες των ονείρων, των πιο μεγάλων υποσχέσεων, των περιπετειών που υλοποιούν το αδύνατο. Ο κινηματογράφος είναι η ορμή της οπτικής και της ηχητικής ζωής αυτών ακριβώς των ποιητικών κινήσεων, εκείνων που θέλουν να μας δελεάζουν ολοένα με τη συναρπαστική ανησυχία του κόσμου τους, με το μυστικό της γαλήνης που λανθάνει στην ακτινοβολία τους.
Ενώ η «πολιτική της αναγνώρισης» της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας εμφανίζεται όλο και πιο έντονα στο δημοκρατικό προσκήνιο τα τελευταία 30 χρόνια, εντούτοις η μαζική κουλτούρα της έβδομης τέχνης μοιάζει με ολοκληρωτικό καθεστώς (εννοώ κυρίως το Χόλυγουντ με την εμμονή στην αντίθεση καλού εναντίον κακού). Εντοπίζετε ενδεχόμενους κοινωνικούς κινδύνους μέσα από την τέχνη του σινεμά;
- Η πολιτισμική ιδιαιτερότητα τα τελευταία τριάντα χρόνια αναγνωρίζεται με έναν περίπλοκο, προβληματικό τρόπο όχι από αληθινή εκτίμηση της αυθεντικότητάς της, αλλά για να αντιμετωπιστεί η όποιου βαθμού αντίστασή της στην αυταρχική, βίαιη τάση της παγκοσμιοποίησης να ελέγξει, να υποτάξει, να εκμεταλλευτεί ιδιοτελώς η ακόμα και να αφανίσει αυτή την πολιτισμική ιδιαιτερότητα.
Ας στραφούμε στα υψηλής ποιότητας έργα του Χόλυγουντ, αυτής της ιδρυτικής, σπουδαίας – παρά τις αντιφάσεις της – συνιστώσας της δημιουργικής απήχησης της έβδομης τέχνης, και ας αποφύγουμε της χαμηλής ποιότητας παραγωγές του. Είναι στο χέρι μας να αντισταθούμε στις τελευταίες και να επιλέξουμε τις πρώτες.
Στη μηδενιστική εποχή μας, η δυναμική της σχέσης του καλού με τον εαυτό του είναι απόλυτη αναγκαιότητα, και είναι ευτύχημα όταν ο γενναίος κινηματογράφος κάθε εθνικότητας την καθιστά θέμα του.
Από τη συγγραφή ενός βιβλίου, ως την μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, τι χάνουμε και τι κερδίζουμε;
- Οι γραπτές εικόνες του βιβλίου (κατά κανόνα, μυθιστορήματος), όντας εξωτερικά αόρατες, υποκειμενοποιούνται από τη φαντασία μας ανάλογα με το πώς μας αφορούν και με την ένταση της γοητείας που μας ασκούν .
Ο δημιουργός της ταινίας που βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα εξωτερικεύει –με ό,τι αυτό συνεπάγεται- τον τρόπο με τον οποίο η φαντασία του συλλαμβάνει τις γραπτές εικόνες της κίνησης, παράγοντας ένα αυτόνομο έργο μιας τέχνης άλλης τάξης από τη λογοτεχνία. Ορισμένες φορές αυτό το έργο είναι ένα αριστούργημα, όπως Η Δίκη του Orson Welles.
Σύμφωνα με αυτή την εξήγηση, όταν το βιβλίο και η ταινία είναι υψηλής ποιότητας, γνωρίζουμε δυο αυτοτελείς, συναρπαστικές αισθητικές εμπειρίες. Έτσι μόνον κερδίζουμε.
Έχετε διαπιστώσει ιστορικές αναλογίες ανάμεσα στην διάσημη ταινία του Orson Wells, εννοώ τον «Πολίτη Κέην» και στον Ντόναλντ Tράμπ των αμερικάνικων μίντια;
- Στο βιβλίο μου για τον Orson Welles (Η λογική των μορφών στον κινηματογράφο του Orson Welles, Αθήνα, ΙΝΔΙΚΤΟΣ, 2006) επιχειρώ να δείξω ότι ο Welles παράγει την οπτική και ηχητική λογική της αμφισημίας του ανθρώπινου μεγαλείου, δηλαδή της ποιότητας της δύναμης, με την οποία ο άνθρωπος τείνει να υπερβεί τον εαυτό του. Αυτό γίνεται προς την κατεύθυνση είτε της ανοικτής προς τον άλλο συνεξύψωσης στον ορίζοντα μιας νοσταλγικής σχέσης με την απειρότητα, είτε της (αυτό)καταστροφικής τάσης για επιβολή. Αυτή ακριβώς η αμφισημία κινηματογραφείται στον Πολίτη Κέιν, όπου ο ήρωας είναι ένας ρομαντικός αλλά και κυριαρχικός μεγιστάνας του τύπου. Η όποια αναλογία με τον κάθε άνθρωπο της εξουσίας των μέσων δημόσιας επικοινωνίας είναι κυρίως οντολογική, διιστορική και προπάντων ποιοτικά κυμαινόμενη. Το ενδεχόμενο να διαγνωστεί μια τέτοια αναλογία προϋποθέτει ουσιαστική εξοικείωση με τον κινηματογράφο του Welles, αλλά και φιλοσοφική ανησυχία σχετικά με τη φύση της εξουσίας. Μόνο στην ανοικτότητα ενός τέτοιου ορίζοντα απαντώ καταφατικά στο ερώτημά σας, προσκαλώντας τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες σε έναν αντίστοιχο προβληματισμό.
Ποια η θέση της μουσικής στον σημερινό κινηματογράφο, εκεί δηλαδή όπου η όραση θριαμβεύει;
- Ο κινηματογράφος εμφανίζει τη σχέση ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική όψη της κίνησης. Είναι λοιπόν στη φύση του να οδηγεί σε θρίαμβο, όπως λέτε, την οπτικότητα στην απόδοση της κίνησης. Ωστόσο η τελευταία έχει και ηχητική, οσφραντική, απτική, και γευστική διάσταση. Η ενστικτώδης τάση του ήχου να διατείνεται, να μεταρσιώνεται και να παράγει τον ρυθμό και την κύμανση των νοημάτων του, είναι η μουσική. Άνετα επομένως αισθανόμαστε και σκεπτόμαστε πώς και πόσο κρίσιμη είναι η σχέση της οπτικής με την μουσική κίνηση. Η ποιότητα αυτής της σχέσης καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τη συνολική ποιότητα της ταινίας. Ένας τέτοιος προσανατολισμός είναι ουσιαστικό μέρος του στοιχήματος των κινηματογραφικών δημιουργών –κυρίως του σκηνοθέτη, του μουσικοσυνθέτη, του ενορχηστρωτή και των ερμηνευτών. Είναι στο χέρι τους να προκαλέσουν μια ανταπόκριση ανάμεσα στην οπτική και τη μουσική ενέργεια, στο σύνολο της ταινίας.
Υπάρχει «σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος»; Αν ναι, πού άραγε να στοχεύει;
- Υπάρχει, αλλά δεν στοχεύει. Ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος δεν έχει αποφασίσει για τον εαυτό του, για το ποιος είναι. Τούτο σημαίνει πριν από όλα ότι δεν αγαπά το παρελθόν του, δεν τολμά να του απευθυνθεί. Είναι αιχμάλωτος ενός ανάμεσα: από την μια πλευρά ο κλασικός (κυρίως της δεκαετίας του 1960), με την αγωνιστική δραματικότητα ή και την αυθόρμητη χαρά των εικόνων, την ορμή της καλοσύνης και του δυναμισμού τους, τον εμποδισμό τους από την πολιτική της λογοκρισίας. Από την άλλη πλευρά, ο (τότε) νέος ελληνικός κινηματογράφος (προπάντων από το 1970 και μετά), με την ελευθερία του οπτικού στοχασμού αλλά και την υπερβολή της βραδύτητας και της μελαγχολίας, το βύθισμα σε μια εσωτερικότητα που λησμονούσε το σφρίγος της, και την αυτοαμφισβήτηση της εθνικής ιδιαιτερότητας. Σε αυτό το ανάμεσα, το ελληνικό σινεμά αναζητεί το πρόσωπό του, έχοντας δεχθεί και την επίδραση των δυο πιο ύπουλων δυνάμεων ενός μηδενισμού της εικόνας: εννοώ την υποχώρηση του αισθήματος του δέους και τον κυνισμό .
Πώς θα ορίζατε την «πραγματικότητα καθ’ αυτή» και την «κινηματογραφική πραγματικότητα»;
- Πραγματικό είναι κάθε στοιχείο που αντιστέκεται στο μηδέν. Ένα τέτοιο στοιχείο, δίνοντας μιαν αντίστοιχη μορφή στην ετοιμότητα του αφηρημένου να απευθυνθεί προσωπικά στον εαυτό του, αρχίζει να υπάρχει. Αυτός ο ορισμός αναδύεται από τη βίωση της εμπειρίας του μηδενός. Από αυτή την άποψη δεν έχει νόημα ούτε ουσία το να μιλούμε για πραγματικότητα καθαυτή.
Η κινηματογραφική πραγματικότητα είναι η εμφάνιση μιας συνάντησης: η οπτική κίνηση μέσα στη σκέψη συναντά την κίνηση του βλέμματος στην εξωτερική ζωή.
Ποια ταινία θα μας συμβουλεύατε να δούμε και με ποια κριτήρια την επιλέξατε;
- Να δούμε ή και να ξαναδούμε τις Γέφυρες του Μάντισον του Clint Eastwood, το σενάριο της οποίας (Richard
LaGravenese ) βασίζεται στο εμπνευσμένο ομώνυμο μυθιστόρημα του Robert James Waller (μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Έφη Κανδρή). Η ταινία αυτή δείχνει τη συναρπαστική ατμόσφαιρα και την κρίσιμη υπαρξιακή δύναμη του ιδανικού του έρωτα: όταν το τολμούμε στη σοφή ώρα που εκείνο μας βρίσκει, εισερχόμαστε στον αυθεντικότερο τόπο της ζωής μας, εκεί όπου ο εαυτός μας θα δικαιώνει τα όνειρά του στην ορμή του εμείς, ακυρώνοντας την όποια απειλή αδιεξόδου. Όταν όμως δεν τολμούμε αυτό το ιδανικό, η ματαίωση μπορεί να μας παρασύρει στη μόνιμη θλίψη. Ακόμα και τότε πάντως, η νοσταλγία της χώρας του έρωτα μπορεί να διασπάσει τη σκοτεινιά της βαθύτερης κρίσης μας. Μιλώ ένθερμα γι’ αυτή την ταινία, γιατί μέσα της ο Eastwood απλώνει το πάθος, την ευφορία και τη γαλήνη του ερωτικού ρομαντισμού, της κίνησης του συγκλονιστικότερου κόσμου που δημιουργούν μαζί ένας άνδρας και μια γυναίκα.
Κάτι μέσα μου με ειδοποιεί για το ότι η οδύνη και ο κυνισμός της κρίσης που ζούμε κερδίζουν από το γεγονός ότι αυτός ο ρομαντισμός κατά κανόνα απωθείται .
Κύριε Δόικο, τελευταία ερώτηση: Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
- Η αναμέτρηση με τον εαυτό μας.