Κοινωνία - Πολιτική / Αρθρα - Συνεντεύξεις / Αχιλλέας Κούμπος, εφημερίδα «Ελευθερία» Λάρισας
04 Σεπτεμβρίου 2016
Το πρόβλημα του «συμβολαίου» - Αναζητώντας την ελληνική ταυτότητα
Η έννοια του συμβολαίου αποκτά νόημα όταν οι άνθρωποι, οι οργανισμοί,οι εταιρίες, τα έθνη, αποφασίζουν ελεύθερα να συνάψουν μια συμφωνία που θα καθορίζει και θα ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις.
Αυτές οι σχέσεις μπορεί να είναι οικονομικές, εμπορικές, σχέσεις ιδιοκτησίας, (ακόμα και ερωτικές) ή όποιες άλλες. Για να έχει νομική ισχύ μια τέτοια σχέση πρέπει οι συμβαλλόμενοι να συνέρχονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων εθελουσίως και όχι εξαναγκαστικά, με άλλα λόγια να μην είναι κανείς κυρίαρχος. Έτσι η ισοτιμία γίνεται ένας από τους απαραίτητους όρους ώστε η δύναμη του ενός να μην υποχρεώνει τον άλλο σε μια σχέση υποτέλειας, πράγμα που καταργεί αυτόματα τη νομιμότητα. Για παράδειγμα δεν θα μπορούσε να υπογράψει ένα συμβόλαιο, που θα είχε ηθική, νομική αλλά και συνειδησιακή ισχύ, κάποιος ενήλικας με ένα πεντάχρονο παιδί, ή ένας που κρατάει όπλο με κάποιον άοπλο. Ένα τέτοιο συμβόλαιο είναι άκυρο ήδη από τους όρους συμμετοχής των δύο μερών, και ανά πάσα στιγμή μπορεί να προσβληθεί. Έτσι, όταν μια εξουσία (πχ ηγεμόνας ή και δημοκρατική κυβέρνηση) δεν τηρεί τους κανόνες σύναψης σχέσεων ισοτιμίας αλλά αυθαιρετεί καταπιέζοντας και αδικώντας ένα λαό, αυτός ο λαός έχει «δίκαιη αιτία εξέγερσης» εναντίον της.
Συμπεραίνουμε ότι η έννοια του συμβολαίου έχει νόημα και ισχύ όταν γίνεται μεταξύ ελεύθερων, υπεύθυνων, ισότιμων, ισοδύναμων, σε συνθήκες ειρήνης, χωρίς εσωτερικούς ή εξωτερικούς εξαναγκασμούς, ανάμεσα σε μη-κυριαρχικά μέρη. Φυσικά αυτή η συνθήκη σπάνια ικανοποιείται, είναι όμως αναγκαίο να τη γνωρίζουμε πριν υπογράψουμε. Επομένως είναι αδύνατον να κατανοήσουμε την έννοια της «αμοιβαίας συμφωνίας» αποκομμένη από αυτή της ηθικής και νομικής ισχύος, κατά συνέπεια της δικαιοσύνης.
Τα «εστεμμένα καθάρματα»: η Ευρώπη έχει μεγάλη εμπειρία σε αμοιβαίες συμφωνίες. Ήδη με τον Hobbes (1588-1679) και το κλασσικό του έργο Λεβιάθαν, αποκηρύσσεται η φυσική ελευθερία του πρωτόγονου που οδηγούσε συνεχώς στον πόλεμο (όλοι εναντίων όλων). Τώρα οι πολιτισμένοι άνθρωποι συνέρχονται ειρηνικά συνάπτοντας ένα συμβόλαιο μεταξύ τους (δημιουργούν δηλαδή την πολιτική κοινωνία) που θα καθορίζει τις σχέσεις τους και ορίζουν το κράτος ως τον θεσμό που θα εγγυηθεί την μεταξύ τους ειρήνη αλλά και την προστασία από εξωτερικούς εχθρούς. Αργότερα, με τα Συντάγματα, οι πολίτες προστατεύονται από την ίδια την αυθαιρεσία του κράτους. Η γαλλική επανάσταση καταργεί τελικά τον Βασιλιά ως την πρώτη αρχή από όπου πηγάζει η εξουσία του κράτους, μάλιστα του παίρνουν το κεφάλι, και έτσι «τα εστεμμένα καθάρματα» σύμφωνα με τον επαναστάτη Τόμας Πέιν (1737-1809) παίρνουν την άγουσα από την ιστορία της Γαλλίας.
Η ιδέα του συμβιβασμού: ενώ αυτά τα ωραία συνέβαιναν στην κεντρική Ευρώπη, στην Ελλάδα ο τούρκικος ζυγός δεν άφηνε περιθώρια για ανεξαρτησία και αυτονομία. Η ισχυρός καταπίεζε τον αδύναμο, όπως γίνεται συνήθως, πράγμα που δεν επέτρεπε την σύναψη δίκαιων σχέσεων μεταξύ τους. Στην Ευρώπη, οι πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές αλλά και οι πολιτισμικές μεταβολές, παρά την δυναμική τους έκφραση μέσα από τις εξεγέρσεις και τις επαναστάσεις, ενσωμάτωναν ταυτόχρονα και την ιδέα του συμβιβασμού. Μια ιδέα συμβιβασμού που δεν ήταν απόρροια μιας ήττας αλλά μιας υπεύθυνης στάσης όταν τα κανόνια σταματούσαν. Όπως έλεγε και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, «χρειάζεται θάρρος για να σηκωθείς να πεις την γνώμη σου αλλά και θάρρος να καθίσεις κάτω να ακούσεις».
Φορέας Εξαναγκασμού: οι Ευρωπαίοι, μέσα στην μεγάλη τους επιθυμία για απόλυτη εθνική ελευθερία, παραχωρούσαν ή αν θέλετε θυσίαζαν ένα μέρος αυτής της εσωτερικής ελευθερίας στο κράτος ώστε να τους προφυλάξει (και) από τους εξωτερικούς εχθρούς. Αυτή η θυσία ενός μέρους της ελευθερίας εντάσσεται στην κουλτούρα του συμβιβασμού, για την ακρίβεια στην ιδέα του ρουσσωικού «κοινωνικού συμβολαίου». Έτσι, οικειοθελώς αναγνωρίζουμε ένα «φορέα εξαναγκασμού» (σύμφωνα με τον PhilipPettit),όπως είναι το κράτος ή ο ΟΗΕ για παράδειγμα, και ο οποίος φορέας μας υποχρεώνει να τηρήσουμε την συμφωνία αν ποτέ μπούμε στον πειρασμό να την παραβιάσουμε και ξέρουμε πολύ καλά ότι οι Έλληνες μπαίνουν συνεχώς σε πειρασμό!
Ελευθερία και Ευθύνη: όλα τα μικρά κράτη, σαν την Ελλάδα, είναι καταδικασμένα να μην μπορούν να συνάψουν τέτοια συμβόλαια που θα υπηρετούν τα δίκαια και τα συμφέροντά τους. Όπως αναφέρθηκε στη αρχή, μόνο ανάμεσα σε ισοδύναμους μπορεί να υφίσταται δίκαιη αμοιβαία συμφωνία. Όμως πέρα από αυτό, οι Ευρωπαίοι έχουν κατανοήσει προ πολλού την έννοια της υπευθυνότητας απέναντι στις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει και κυρίως την έννοια της σχετικής ελευθερίας που διέπει τα δημοκρατικά κράτη. Έτσι θα τους δούμε να αντιδρούν έντονα όταν μια συμφωνία που συνάψαμε μεταξύ τους δεν τηρείται. Φυσικά δεν τίθεται θέμα εκδίκησης απέναντί μας αλλά τους είναι αδιανόητο όταν κάτι υπογράφεται, και μάλιστα με επισημότητα, αυτό τελικά να μην ισχύει. Η δική μας κουλτούρα από την άλλη, είναι μια ακόμα επιβεβαίωση όλων των μικρών κρατών ότι ο ισχυρός τους αδικεί. Η ασυνέπειά μας στο να τηρήσουμε τα συμφωνηθέντα είναι τόσο εξαιτίας της ανευθυνότητας όσο και εξαιτίας της παρανόησης της ελευθερίας. Η ανευθυνότητα πηγάζει από την ανωριμότητα όλων των εθνικών θεσμών να συγκροτήσουν μια κοινή συνείδηση και σοβαρούς εθνικούς στόχους, ενώ η παρανόηση της ελευθερίας, από την ταχύτητα με την οποία το κράτος απέκτησε υπερεξουσίες με αποτέλεσμα ο Έλληνας, αντί να γίνει ελεύθερος πολίτης, απλά να αλλάξει αφεντικό. Η ευθύνη και η σχετική ελευθερία (στα πλαίσια ενός σύγχρονου κράτους) είναι οι βασικότεροι λόγοι που οι Ευρωπαίοι ξέρουν να τηρούν τις συμφωνίες τους, ακόμα και όταν είναι εξοντωτικές.
Δικαιοσύνη και Συμφωνία: είναι έννοιες αλληλένδετες και χωρίς την μια η άλλη μένει χωρίς περιεχόμενο. Στην Ευρώπη, οι στρατιώτες έμεναν πιστοί στον Πρίγκιπα δίνοντας την ζωή τους, γιατί θεωρούσαν ότι το δίκαιό του ήταν και δικό τους.
Έμεναν πιστοί στην συμφωνία να τον υπερασπιστούν (τον Πρίγκιπα, Βασιλιά) γιατί συναινούσαν:
α) η τρέχουσα ατομική ηθική
β) η ταξική συνείδηση
γ) η τοπική ή εθνική υποχρέωση
δ) το κοινό αίσθημα δικαιοσύνης που απαιτεί ο πόλεμο που κήρυττε ο άρχοντάς τους.
Στην Ελλάδα ουδέποτε υπήρξε αυτή η τετράδα προϋποθέσεων ώστε να γίνει κατανοητή μια συμφωνία και πως θα έπρεπε να τηρηθεί. Οι «κοινωνίες των αγροτοκτηνοτρόφων» στην Ελλάδα, απομονωμένες στους τόπους τους, βαλσαμωμένες από την οικονομική ανέχεια, καταληστευμένες από αρματωλίτικες φατρίες, με αυτοκράτορες και Οθωμανούς κατακτητές στον σβέρκο τους, μόνη συνείδηση που είχαν ήταν η «διαπροσωπική συμφωνία», μια συμφωνία δηλαδή ανάμεσα σε πρόσωπα. Ούτε η εμπειρία, ούτε η επιθυμία, μπορούσαν να πείσουν τους επαναστατημένους Έλληνες ότι οι συμφωνίες ανάμεσα σε αυτούς και τους ξένους έχουν την ίδια ισχύ όπως με τον γείτονά τους. Οι διακρατικές μας εθνικές συμφωνίες, διατηρούν μέχρι και σήμερα το στοιχείο του «αδικημένου λαού» που οι ξένοι εκμεταλλεύονται και οι συμφωνίες πρέπει να σπάσουν.
Τα μνημόνια είναι μια περίτρανη απόδειξη αυτής της αδικίας. Είναι γιατί ποτέ ο Έλληνας δεν ενώθηκε επί μακρόν κάτω από ένα και μόνο πρόσωπο, γιατί πάντα ήταν αυτάρκης, ποτέ δεν ενώθηκε κάτω από ένα κρατικό θεσμό, γιατί πάντα ήταν ανεξάρτητος, γιατί ποτέ δεν ενώθηκε γύρω από το κοινό συμφέρον, γιατί ποτέ δεν κατάλαβε ότι και μέσα από το «κοινό» μπορεί να προκύψει και «ατομικό συμφέρον».
Ο αδύναμος πάντα χρησιμοποιεί την αδικία ως ηθικό επιχείρημα της δεινής του θέσης. Η Ελλάδα, εν σχέσει με τα έθνη της εσπερίας, ποτέ δεν κατανόησε μια οικονομική ή άλλη συμφωνία χωρίς το αίσθημα της αδικίας. Αυτό από μόνο του μας απαγορεύει την ειλικρινή σύναψη σχέσεων. Φαίνεται ότι είμαστε καταδικασμένοι να φερόμαστε και εν τέλει να πιστεύουμε ότι μας αδικούν, σαν τα μικρά παιδιά. Όμως οι Ευρωπαίοι λένε Pactaservendasunt, δηλαδή «να τηρούνται τα συμφωνηθέντα». Τα μνημόνια το επιβεβαιώνουν. Όποιος διαφωνεί, ας πάει στις Βρυξέλλες να βρει το δίκιο του, όπως ακριβώς το βρήκαν οι πρωθυπουργοί μας από το 2009 ως σήμερα.